-
1 προ-εκ-λύω
προ-εκ-λύω (s. λύω), vorher auflösen, schwächen, τῷ κόπῳ τὰ σώματα τῶν πολεμίων Pol. 15, 16, 3.
См. также в других словарях:
προεκλύω — Α 1. χαλαρώνω προηγουμένως κάτι («προεκλύειν τον στόμαχον», Αθήν.) 2. εξασθενώ, αδυνατίζω κάτι προηγουμένως («προεκλύειν τὸ ἐνστατικόν» να εξασθενεί προηγουμένως την αντίσταση, Αλέξ. Αφροδ.) 3. ελαττώνω, περιορίζω προηγουμένως τη δύναμη… … Dictionary of Greek